- φωτοηλεκτρικός
- -ή, -ό(φυσ.), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα φαινόμενα του φωτοηλεκτρισμού (βλ. λ.), στο ηλεκτρικό φως: Φωτοηλεκτρικό στοιχείο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.