φωτοηλεκτρικός

φωτοηλεκτρικός
-ή, -ό
(φυσ.), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα φαινόμενα του φωτοηλεκτρισμού (βλ. λ.), στο ηλεκτρικό φως: Φωτοηλεκτρικό στοιχείο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φωτοηλεκτρικός — ή, ό, Ν 1. φυσ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα φαινόμενα τού φωτοηλεκτρισμού 2. φρ. α) «φωτοηλεκτρικό κύτταρο» (ηλεκτρον.) όργανο αμφίδρομου μετασχηματισμού φωτεινής ενέργειας σε ηλεκτρική, που αξιοποιεί την ιδιότητα ορισμένων μετάλλων να… …   Dictionary of Greek

  • φασματομετρία — η, Ν [φασματόμετρο] μελέτη φασμάτων που διεξάγεται με φασματόμετρα καθώς και εφαρμογή τής φασματοσκοπίας στις φυσικές μεθόδους ανάλυσης μέσω τής ποιοτικής και ποσοτικής μέτρησης τών ακτινοβολιών, με ανάλογο όργανο, που μπορεί να είναι… …   Dictionary of Greek

  • φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”